ωτοκόπωση

ωτοκόπωση
η, Ν
ιατρ. παροδική ακουστική ανεπάρκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κόπωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”